- μελαναιμία
- ηιατρ. η παρουσία μελανίνης στο αίμα ύστερα από καταστροφή μεγάλου αριθμού ερυθρών αιμοσφαιρίων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. melanemie < melan- (< μέλας, -ανος) + -emie (< αἷμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].
Dictionary of Greek. 2013.